17/04/2007

η γυναίκα του φοιτητή

Η γυναίκα του φοιτητή
του Raymond Carver


Της διάβαζε Ρίλκε, έναν ποιητή που θαύμαζε, κι εκείνη αποκοιμήθηκε με το κεφάλι στο μαξιλάρι του. Του άρεσε να διαβάζει δυνατά, και διάβαζε ωραία – φωνή εύηχη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, πότε χαμηλή και μελαγχολική, πότε δυνατότερη, πότε παλλόμενη. Δε σήκωνε ποτέ τα μάτια του από τη σελίδα που διάβαζε και σταματούσε μόνο για να πάρει τσιγάρο από το κομοδίνο. Η πλούσια φωνή τη βύθισε σ’ ένα όνειρο με καραβάνια που μόλις ξεκίναγαν από οχυρωμένες πόλεις και γενειοφόρους άντρες με κελεμπίες. Τον άκουσε για μερικά λεπτά, ύστερα έκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε.

Εκείνος συνέχισε να διαβάζει δυνατά. Τα παιδιά κοιμούνταν εδώ και ώρες, κι έξω ακούγονταν πού και πού τα λάστιχα ενός αυτοκινήτου στο βρεγμένο δρόμο. Μετά από λίγο, άφησε το βιβλίο και γύρισε στο πλάι για να φτάσει τη λάμπα. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη, σα να ‘χε τρομάξει, και τ’ ανοιγόκλεισε δυο-τρεις φορές. Τα βλέφαρά της του φάνηκαν ασυνήθιστα σκούρα και σαρκώδη καθώς πετάριζαν πάνω στα απλανή, ανέκφραστα μάτια της. Την κοίταξε.

«Όνειρο έβλεπες;» τη ρώτησε.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, σήκωσε το χέρι της κι ακούμπησε τα δάχτυλά της στα πλαστικά ρόλεϊ δεξιά κι αριστερά στο κεφάλι της. Αύριο ήταν Παρασκευή, η μέρα της να κρατήσει όλα τα μικρά από τεσσάρων ως εφτά στην πολυκατοικία Γούντλον. Συνέχισε να την κοιτάζει, στηριγμένος στον αγκώνα του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ισιώσει το κάλυμμα του κρεβατιού με το ελεύθερο χέρι του. Το πρόσωπό της είχε λείο δέρμα και έντονα ζυγωματικά· τα ζυγωματικά, επέμενε μερικές φορές σε φίλους, τα είχε πάρει απ’ τον πατέρα της, ο οποίος ήταν κατά το ένα τέταρτο Ινδιάνος Νεζ Περς.

Έπειτα: «Φτιάξε μου ένα σαντουιτσάκι, Μάικ. Με βούτυρο και μαρούλι και αλάτι στο ψωμί».

Εκείνος δεν είπε τίποτα και δεν έκανε τίποτα γιατί ήθελε να κοιμηθεί. Αλλά όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν ακόμα ξύπνια και τον κοίταζε.

«Δεν κοιμάσαι επιτέλους, Ναν;» της είπε, πολύ σοβαρά. «Είναι αργά».

«Πρώτα θα ήθελα κάτι να φάω», του απάντησε. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά με πονάνε τα πόδια και τα χέρια μου και πεινάω».

Ο Μάικ αναστέναξε επιδεικτικά και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι.

Της έφτιαξε το σάντουιτς και της το έφερε σ’ ένα πιατάκι. Εκείνη ανακάθισε στο κρεβάτι και του χαμογέλασε όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, ύστερα έχωσε ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη της καθώς έπαιρνε το πιατάκι. Εκείνος σκέφτηκε ότι έμοιαζε με ασθενή νοσοκομείου με το λευκό της νυχτικό.

«Τι περίεργο όνειρο κι αυτό».

«Τι όνειρο;» τη ρώτησε, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και γυρίζοντας της την πλάτη. Κάρφωσε το βλέμμα του στο κομοδίνο περιμένοντας. Ύστερα έκλεισε αργά τα μάτια του.

«Θες πραγματικά να σου πω;» τον ρώτησε.

«Ναι, αμέ», της απάντησε.

Εκείνη βολεύτηκε στο μαξιλάρι και σκούπισε ένα ψίχουλο από τα χείλη της.

«Λοιπόν. Ήταν απ’ αυτά τα όνειρα που τραβάνε σε μάκρος, ξέρεις, με ένα σωρό σχέσεις που αλλάζουν συνεχώς, αλλά δεν θυμάμαι λεπτομέρειες τώρα. Ήταν όλα πολύ ξεκάθαρα όταν ξύπνησα, αλλά τώρα αρχίζουν να ξεθωριάζουν. Πόσην ώρα κοιμόμουν, Μάικ; Δεν έχει σημασία, φαντάζομαι. Τέλος πάντων, ήταν νομίζω να μείνουμε κάπου τη νύχτα. Δεν ξέρω πού βρίσκονταν τα παιδιά, αλλά ήμασταν οι δυο μας σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, σε κάποια άγνωστη λίμνη. Ήταν κι ένα άλλο ζευγάρι, πιο μεγάλοι από μας, κι ήθελαν να μας πάνε βόλτα με τη βενζινάκατό τους». Γέλασε, καθώς θυμόταν, κι έγειρε μπροστά. «Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι κατεβήκαμε στην αποβάθρα. Μόνο που, όπως φάνηκε, είχαν μόνο ένα κάθισμα στη βάρκα, κάτι σαν πάγκο στο μπροστινό μέρος, και χωρούσε μόνο τρεις. Αρχίσαμε να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για το ποιος θα θυσιαζόταν και θα στριμωχνόταν πίσω. Εσύ επέμενες να κάτσεις εσύ, κι εγώ έλεγα να κάτσω εγώ. Τελικά όμως στριμώχτηκα εγώ στο πίσω μέρος της βάρκας. Ήταν τόσο στενάχωρα που τα πόδια μου πονούσαν και φοβόμουν ότι θα μπάσει νερό από τα πλάγια. Και μετά ξύπνησα».

«Σπουδαίο όνειρο», κατάφερε να πει εκείνος κι ένιωσε μες στη νύστα του ότι έπρεπε να πει κάτι ακόμα. «Θυμάσαι την Μπόνι Τράβις; Τη γυναίκα του Φρεντ Τράβις; Έλεγε ότι έβλεπε έγχρωμα όνειρα».

Η Ναν κοίταξε το σάντουιτς που κρατούσε κι έφαγε μια δαγκιά. Αφού κατάπιε, πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα δόντια της και ισορρόπησε το πιατάκι στα πόδια της ενώ άπλωνε τα χέρια πίσω από την πλάτη για ν’ αναφουφουλιάσει το μαξιλάρι. Ύστερα χαμογέλασε και έγειρε ξανά πίσω.

«Θυμάσαι τότε που περάσαμε τη νύχτα στον ποταμό Τίλτον, Μάικ; Τότε που έπιασες εκείνο το μεγάλο ψάρι την άλλη μέρα το πρωί;» Ακούμπησε τον ώμο του με το χέρι της. «Το θυμάσαι;» του είπε.

Εκείνη το θυμόταν. Το είχε σκεφτεί ελάχιστα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά τελευταία είχε αρχίσει να το ξαναθυμάται. Είχαν ένα, δυο μήνες παντρεμένοι κι είχαν φύγει για σαββατοκύριακο. Είχαν καθίσει πλάι στη φωτιά το βράδυ, μ’ ένα καρπούζι στο παγωμένο νερό που ποταμού και του είχε τηγανίσει ζαμπόν, αυγά και φασόλια κονσέρβα για βραδινό και τηγανίτες, ζαμπόν και αυγά, στο ίδιο μαυρισμένο τηγάνι, το επόμενο πρωί. Είχε κάψει το τηγάνι και τις δύο φορές που μαγείρεψε, και δεν είχαν καταφέρει να βράσουν το νερό για τον καφέ, αλλά ήταν από τις καλύτερες στιγμές της ζωής τους. Θυμόταν ότι της είχε διαβάσει κι εκείνο το βράδυ: Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ και μερικά ποιήματα από τη Ρουμπαγιάτ. Είχαν ρίξει τόσες κουβέρτες πάνω τους, που μετά βίας κατάφερνε να κουνήσει τα πόδια της απ’ το βάρος. Το επόμενο πρωί, ο Μάικ είχε ψαρέψει μια μεγάλη πέστροφα κι οι περαστικοί σταματούσαν με τ’ αυτοκίνητά τους στο δρόμο από την άλλη πλευρά του ποταμού για να δουν πώς την εξαντλούσε.

«Λοιπόν; Το θυμάσαι ή όχι;» τον ρώτησε, χτυπώντας τον μαλακά στον ώμο. «Μάικ;»

«Το θυμάμαι», της είπε. Μετακινήθηκε λίγο στο πλευρό του, άνοιξε τα μάτια του. Δεν θυμόταν πολύ καλά, σκέφτηκε. Αυτό που θυμόταν ήταν μαλλιά χτενισμένα προσεκτικά και ηχηρές άγουρες ιδέες για τη ζωή και την τέχνη· κι αυτά προτιμούσε να μην τα θυμάται.

«Πάει πολύς καιρός από τότε, Ναν», της είπε.

«Ό,τι είχαμε τελειώσει το λύκειο. Δεν είχες ξεκινήσει ακόμα το κολέγιο».

Εκείνος περίμενε κι ύστερα ανασηκώθηκε ακουμπώντας στο χέρι του, γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Τέλειωσες με το σάντουιτς, Ναν;» Ήταν ακόμα ανακαθισμένη στο κρεβάτι.

Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και του έδωσε το πιατάκι.

«Θα σβήσω το φως», της είπε.

«Όπως θες», του απάντησε.

Ο Μάικ ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι και άπλωσε το πόδι του ώσπου άγγιξε το δικό της. Έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό κι ύστερα προσπάθησε να χαλαρώσει.

«Μάικ, κοιμήθηκες;»

«Μπα», της είπε. «Πού τέτοιο πράγμα».

«Να, μην κοιμηθείς πριν από μένα. Δεν θέλω να μείνω ξύπνια μόνη μου».

Δεν της απάντησε, αλλά την πλησίασε λίγο περισσότερο. Μόλις τον αγκάλιασε κι απίθωσε την παλάμη της στο στήθος του, της έπιασε τα δάχτυλα και τα έσφιξε μαλακά. Όμως, μετά από λίγα δευτερόλεπτα άφησε το χέρι του να πέσει στο κρεβάτι και αναστέναξε.

«Μάικ; Δε μου τρίβεις λίγο τα πόδια, βρε αγάπη μου; Με πονάνε», του είπε.

«Θεέ μου», της είπε μαλακά. «Είχα αποκοιμηθεί για τα καλά».

«Θέλω να μου τρίψεις τα πόδια και να μου μιλάς. Κι οι ώμοι μου πονάνε. Αλλά πιο πολύ τα πόδια μου».

Γύρισε από την άλλη κι άρχισε να της τρίβει τα πόδια και μετά αποκοιμήθηκε ξανά με το χέρι του στο γοφό της.

«Μάικ;»

«Τι είναι, ρε Ναν. Πες μου τι θες».

«Θέλω να με τρίψεις παντού», του είπε, γυρνώντας ανάσκελα. «Τα πόδια μου και τα χέρια μου με πονάνε απόψε». Σήκωσε τα γόνατά της κι έκανε ένα πύργο στα σκεπάσματα.

Άνοιξε τα μάτια του για λίγο στο σκοτάδι κι ύστερα τα ξανάκλεισε. «Είσαι στην ανάπτυξη, ε;»

«Ω, Θεέ μου, ναι», είπε, κουνώντας τα δάχτυλα των ποδιών της, χαρούμενη που τον είχε βγάλει από το λήθαργο. «Εκεί στα δέκα, έντεκα είχα το ίδιο μπόι με τώρα. Έπρεπε να μ’ έβλεπες! Μεγάλωνα τόσο γρήγορα εκείνη την εποχή που τα πόδια και τα χέρια μου με πονούσαν συνέχεια. Εσύ;»

«Τι εγώ;»

«Εσύ δεν ένιωθες τον εαυτό σου να μεγαλώνει;»

«Απ’ όσο θυμάμαι, όχι», της απάντησε.

Τελικά στηρίχτηκε στον αγκώνα του και ανασηκώθηκε, άναψε ένα σπίρτο και κοίταξε το ρολόι. Γύρισε το μαξιλάρι του από την πιο δροσερή πλευρά και ξάπλωσε ξανά.

«Κοιμάσαι, Μάικ», του είπε. «Μακάρι να είχες όρεξη για κουβέντα».

«Καλά», της απάντησε χωρίς να κουνηθεί.

«Πάρε με αγκαλιά και κοίμισέ με. Δεν μπορώ να κοιμηθώ».

Εκείνος άλλαξε πλευρό και πέρασε το χέρι του στον ώμο της καθώς εκείνη γύριζε στο πλάι προς τον τοίχο.

«Μάικ;»

Χτύπησε με τα δάχτυλά του το πόδι της.

«Γιατί δεν μου λες τα πράγματα που σου αρέσουν και τα πράγματα που δεν σου αρέσουν;»

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα τώρα», της είπε. «Αν θες, πες μου εσύ».

«Μόνο αν υποσχεθείς ότι θα μου πεις κι εσύ. Το υπόσχεσαι;»

Της χτύπησε ξανά το πόδι.

«Λοιπόν…» είπε και γύρισε ανάσκελα, ευχαριστημένη. «Μου αρέσει το καλό φαγητό, μπριζόλες και πατατοκεφτέδες, τέτοια πράγματα. Μ’ αρέσουν τα καλά βιβλία και τα καλά περιοδικά, μ’ αρέσει να ταξιδεύω με τρένο τη νύχτα και μ’ άρεσε τότε που πέταξα μ’ αεροπλάνο». Σταμάτησε. «Φυσικά, δε σ’ τα λέω με σειρά προτίμησης. Θα ‘πρεπε να το σκεφτώ παραπάνω αν ήταν να βάλω σε σειρά προτίμησης. Αλλά μου αρέσει αυτό, να ταξιδεύω μ’ αεροπλάνο. Είναι μια στιγμή την ώρα που ξεκολλάς απ’ το έδαφος που νιώθεις πως ό,τι κι αν συμβεί δεν πειράζει». Έβαλε το πόδι της πάνω στον αστράγαλό του. «Μ’ αρέσει να μένω ξύπνια τη νύχτα κι ύστερα να μένω στο κρεβάτι το επόμενο πρωί. Μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε συνέχεια, όχι μια στο τόσο. Και μου αρέσει το σεξ. Μ’ αρέσει να μ’ αγγίζεις πού και πού όταν δεν το περιμένω. Μ’ αρέσει να πηγαίνω σινεμά κι ύστερα να πίνω μπύρες με φίλους. Μ’ αρέσει να έχω φίλους. Συμπαθώ πολύ την Τζάνις Χέντριξ. Μ’ αρέσει να πηγαίνω για χορό τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Μ’ αρέσει να έχω συνέχεια ωραία ρούχα. Θα μ’ άρεσε να μπορούσα ν’ αγοράζω ωραία ρούχα στα παιδιά όποτε τα χρειάζονται, χωρίς να περιμένω. Η Λόρι χρειάζεται καινούργια ρουχαλάκια τώρα για το Πάσχα. Και θα ‘θελα να πάρω ένα κουστουμάκι στον Γκάρι. Είναι αρκετά μεγάλος. Θα ‘θελα να πάρεις κι εσύ καινούργιο κουστούμι. Εσύ το χρειάζεσαι περισσότερο από ‘κείνον. Και θα μ’ άρεσε να ‘χουμε δικό μας σπίτι. Θα μ’ άρεσε να πάψουμε να μετακομίζουμε δεξιά-αριστερά κάθε χρόνο ή χρόνο παρά χρόνο. Και πάνω απ’ όλα», είπε, «θα ήθελα να ζούσαμε καλά και τίμια χωρίς να χρειάζεται ν’ ανησυχούμε για τα λεφτά και τους λογαριασμούς και τα λοιπά. Κοιμάσαι», του είπε.

«Όχι», της απάντησε.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Σειρά σου τώρα. Πες μου τι θα σου άρεσε».

«Δεν ξέρω. Πολλά πράγματα», μουρμούρισε.

«Έλα λοιπόν, πες μου. Συζήτηση δεν κάνουμε;»

«Γιατί δε μ’ αφήνεις ήσυχο, Ναν;» Της γύρισε πάλι την πλάτη κι άφησε το χέρι του να κρέμεται από την άκρη του κρεβατιού. Γύρισε κι εκείνη και κόλλησε πάνω του.

«Μάικ;»

«Χριστέ μου», είπε. Κι ύστερα: «Εντάξει. Άσε ν’ απλώσω λίγο τα πόδια μου, κι ύστερα θα ξυπνήσω».

Μετά από λίγο εκείνη είπε «Μάικ; Κοιμάσαι;» Τον σκούντηξε μαλακά στον ώμο, αλλά δεν πήρε απάντηση. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένη, κουβαριασμένη δίπλα στο σώμα του, προσπαθώντας να κοιμηθεί. Στην αρχή ήταν ήσυχη και δεν κουνιόταν, στριμωγμένη πάνω του έπαιρνε πολύ μικρές, πολύ τακτικές ανάσες. Αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

Προσπάθησε να μην ακούει την ανάσα του, αλλά άρχισε να την ενοχλεί. Όταν ανέπνεε ακουγόταν ένας θόρυβος από το εσωτερικό της μύτης του. Προσπάθησε να ρυθμίσει την αναπνοή της ώστε να εισπνέει και να εκπνέει στον ίδιο ρυθμό μ’ εκείνον. Ήταν μάταιο. Εκείνος ο μικρός θόρυβος στη μύτη του έκανε τα πάντα μάταια. Ακουγόταν κι ένα τρίξιμο στο στέρνο του. Γύρισε ξανά και ακούμπησε τον πισινό της στο δικό του, άπλωσε το χέρι της ως την άκρη και άγγιξε επιφυλακτικά με τ’ ακροδάχτυλά της τον κρύο τοίχο. Τα σκεπάσματα είχαν τραβηχτεί από τα πόδια του κρεβατιού και ένιωθε ένα ρεύμα όποτε κουνούσε τα πόδια της. Άκουσε δύο άτομα ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα στο διπλανό διαμέρισμα. Κάποιος γέλασε βραχνά πριν ανοίξει την πόρτα. Ύστερα άκουσε μια καρέκλα να σέρνεται στο πάτωμα. Άλλαξε πάλι πλευρό. Από δίπλα ακούστηκε το καζανάκι, ύστερα ακούστηκε δεύτερη φορά. Γύρισε πάλι, ανάσκελα αυτή τη φορά, και προσπάθησε να χαλαρώσει. Θυμήθηκε ένα άρθρο που διάβασε κάποτε σ’ ένα περιοδικό: αν όλα τα κόκαλα, οι μύες και οι αρθρώσεις μπορούσαν να χαλαρώσουν εντελώς όλα ταυτόχρονα, ο ύπνος θα ερχόταν σίγουρα. Πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της κι έμεινε απολύτως ακίνητη, με τα χέρια τεντωμένα στα πλευρά της. Προσπάθησε να χαλαρώσει. Προσπάθησε να φανταστεί ότι τα πόδια της αιωρούνταν, λουσμένα σε κάτι αραχνοΰφαντο. Γύρισε μπρούμυτα. Έκλεισε τα μάτια της, ύστερα τα ξανάνοιξε. Σκέφτηκε τα δάχτυλα του χεριού της που ακουμπούσαν κλειστά στο σεντόνι μπροστά από τα χείλη της. Σήκωσε το δάχτυλό της και το ξανακατέβασε στο σεντόνι. Άγγιξε τη βέρα στον παράμεσο με τον αντίχειρά της. Γύρισε στο πλευρό κι ύστερα πάλι ανάσκελα. Ύστερα άρχισε να φοβάται και με μια παράλογη στιγμιαία επιθυμία προσευχήθηκε να αποκοιμηθεί.

Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να κοιμηθώ.

Προσπάθησε να κοιμηθεί.

«Μάικ», ψιθύρισε.

Δεν πήρε απάντηση.

Άκουσε ένα από τα παιδιά να γυρίζει στο κρεβάτι και να κουτουλάει στον τοίχο στο διπλανό δωμάτιο. Έστησε αφτί αλλά δεν ακούστηκε άλλος ήχος. Ακούμπησε το χέρι της κάτω από το αριστερό της στήθος κι ένιωσε το χτύπο της καρδιάς της στα δάχτυλά της. Γύρισε μπρούμυτα κι άρχισε να κλαίει· το κεφάλι της έξω απ’ το μαξιλάρι, το στόμα της στο σεντόνι. Έκλαψε, ύστερα σηκώθηκε περνώντας πάνω από τα πόδια του κρεβατιού.

Έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό της στο μπάνιο. Βούρτσισε τα δόντια της. Βούρτσισε τα δόντια της και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Στο καθιστικό δυνάμωσε τη θέρμανση. Έπειτα κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, μαζεύοντας τα πόδια της κάτω από το νυχτικό. Έκλαψε ξανά. Ύστερα άναψε τσιγάρο από το πακέτο στο τραπέζι. Μετά από λίγο γύρισε στην κρεβατοκάμαρα και πήρε τη ρόμπα της.

Έριξε μια ματιά στα παιδιά. Τράβηξε τις κουβέρτες και σκέπασε τους ώμους του γιου της. Επέστρεψε στο καθιστικό και κάθισε στην πολυθρόνα. Ξεφύλλισε ένα περιοδικό και προσπάθησε να διαβάσει. Χάζεψε τις φωτογραφίες κι ύστερα προσπάθησε να διαβάσει ξανά. Πού και πού κάποιο αυτοκίνητο περνούσε από το δρόμο και εκείνη σήκωνε το βλέμμα της. Όποτε περνούσε αυτοκίνητο, εκείνη έστηνε αφτί περιμένοντας. Κι ύστερα κοιτούσε πάλι το περιοδικό. Στη θήκη δίπλα στην πολυθρόνα υπήρχε μια στοίβα περιοδικά. Τα ξεφύλλισε όλα.

Μόλις άρχισε να φωτίζει έξω, σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο. Ο ξάστερος ουρανός πάνω από τους λόφους άρχισε να γίνεται λευκός. Τα δέντρα και η σειρά από δίπατα σπίτι στην άλλη μεριά του δρόμου άρχισαν να ξεχωρίζουν. Ο ουρανός γινόταν όλο και πιο λευκός, καθώς το φως απλωνόταν γρήγορα πίσω από τους λόφους. Εκτός από τις φορές που είχε ξενυχτήσει με το ένα ή το άλλο παιδί (οι οποίες δε μέτραγαν γιατί δεν είχε κοιτάξει ποτέ έξω, μόνο πήγαινε βιαστικά στο κρεβάτι ή την κουζίνα), είχε δει πολύ λίγες ανατολές στη ζωή της κι εκείνες όταν ήταν μικρή. Ήξερε ότι καμιά δεν ήταν σαν αυτή. Ούτε στις φωτογραφίες που είχε δει ούτε στα βιβλία που είχε διαβάσει δεν είχε ξαναδεί ανατολή τόσο φριχτή όσο αυτή.

Περίμενε κι ύστερα πήγε στην πόρτα, ξεκλείδωσε και βγήκε στη βεράντα. Έκλεισε τη ρόμπα στο λαιμό της. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και παγωμένη. Σταδιακά, τα πράγματα γίνονταν πολύ ευδιάκριτα. Άφησε τα μάτια της να δουν τα πάντα ώσπου καρφώθηκαν στο κόκκινο φως που αναβόσβηνε στην κορυφή του ραδιομεταδότη στην κορυφή του απέναντι λόφου.

Διέσχισε το μισοφωτισμένο διαμέρισμα και ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνος είχε κουλουριαστεί στο κέντρο του κρεβατιού με τα σκεπάσματα μαζεμένα στους ώμους του, το κεφάλι του μισοχωμένο κάτω από το μαξιλάρι. Φαινόταν απελπισμένος στο βαθύ του ύπνο, με τα χέρια του πεσμένα από την άκρη του κρεβατιού, το σαγόνι του σφιγμένο. Ενώ τον κοιτούσε, το δωμάτιο έγινε πολύ φωτεινό και τα ανοιχτόχρωμα σεντόνια πήραν ένα κάτασπρο χρώμα μπροστά στα μάτια της.

Έβρεξε τα χείλη της μ’ ένα στεγνό ήχο και γονάτισε. Άπλωσε τα χέρια της στο κρεβάτι.

«Θεέ μου», είπε. «Θεέ μου, θα μας βοηθήσεις;»


15/04/2007

Ο άνθρωπος με τη μύτη

Ο άνθρωπος με τη μYτη
H. G. Wells

«Η μύτη μου υπήρξε πάντα η κατάρα της ζωής μου».

Ο άλλος τινάχτηκε.

Δεν είχαν ξαναμιλήσει. Κάθονταν, ο ένας στη μία άκρη κι ο άλλος στην άλλη, σε εκείνο το παγκάκι στην πετρώδη κορυφή του Λόφου Πρίμροουζ με θέα προς το Πάρκο Ρίτζεντ. Ήταν νύχτα. Τα μονοπάτια στην πλαγιά από κάτω διάστικτα από κίτρινες λάμπες· η οδός Άλμπερτ μια γραμμή από αμυδρά φωσφορίζον ανοιχτό πράσινο – η χροιά του αεριόφωτος όπως διακρινόταν μέσα από τα δέντρα· πιο πέρα, το πάρκο απλωνόταν μαύρο και μυστηριώδες κι ακόμα πιο πέρα, η κίτρινη αχλή από κάτω και η χάλκινη απόχρωση στον ουρανό από πάνω σημάδευαν τη λάμψη του αυτοκινητοδρόμου Μεριλεμπόουν. Τα κοντινότερα σπίτια στην οδό Άλμπερτ ορθώνονταν τεράστια και μαύρα κι η μαυρίλα τους διακοπτόταν ακανόνιστα από φωταγωγημένα παράθυρα. Πάνω, αστροφεγγιά.

Ήταν κι οι δύο σιωπηλοί, χαμένοι προφανώς στις σκέψεις τους, απλώς αμυδρές μαύρες φιγούρες ο ένας για τον άλλο, ώσπου ο ένας είχε θεωρήσει σκόπιμο να γίνει και φωνή, με αυτή την εκμυστήρευση.

«Ναι», είπε, μετά από μια παύση, «η μύτη μου πάντα μου στεκόταν εμπόδιο, πάντα».

Ο δεύτερος φάνηκε μόλις να προσέχει το πρώτο σχόλιο, αλλά τώρα περιεργάστηκε μέσα στη νύχτα το συνομιλητή του. Είδε ότι ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος του.

«Δεν βλέπω τίποτα στραβό στη μύτη σας».

«Αν ήταν φωτεινή, ίσως βλέπατε», είπε ο πρώτος ομιλητής. «Ωστόσο, θα την φωτίσω». Ψαχούλεψε στην τσέπη του, ύστερα κράτησε κάτι στο χέρι του. Ένα γρατζούνισμα, μια δέσμη πρασινωπό φωσφορίζον φως, κι ύστερα όλος ο υπόλοιπος κόσμος γύρω έγινε μαύρος, καθώς φούντωσε ένα κέρινο σπίρτο.

Επικράτησε σιωπή για διάστημα ενός λεπτού. Εντυπωσιακή παύση.

«Λοιπόν;» είπε ο άντρας με τη μύτη, σβήνοντας τη φωτιά με το τακούνι του.

«Έχω δει χειρότερες», είπε ο δεύτερος.

«Αμφιβάλλω», είπε ο άνθρωπος με τη μύτη· «αλλά ακόμα κι έτσι, είναι μικρή παρηγοριά. Παρατηρήσατε το σχήμα; Το μέγεθος; Το χρώμα; Όπως το βουνό Σνόουντον, έχει μια απότομη και μια ομαλή πλαγιά. Το μέγεθος είναι τερατώδες· το πρόσωπό μου είναι σαν κοτέτσι που έχει είσοδο με προστέγασμα και ρωμαϊκές κολώνες. Κι οι αποχρώσεις!»

«Δεν είναι ολοκόκκινη», είπε ο δεύτερος, «όπως και να το δείτε».

«Όχι, έχει και μοβ, και μπλε, “λαζούρι, μπλε όπως μια φλέβα πάνω απ’ το στήθος μιας Μαντόνας”, και σ’ ένα σημείο μια γκριζωπή ελιά. Μπα! Τούτο το πράμα δεν είναι μύτη, αλλά μια σταλιά αρχέγονο χάος πεταμένο στο πρόσωπό μου. Αλλά, επειδή βρίσκεται στη θέση που πρέπει να είναι η μύτη, οι απερίσκεπτοι την αναγνωρίζουν ως τέτοια λόγω της θέσης της. Υπάρχει ένα κενό στην τάξη του σύμπαντος μπροστά στο πρόσωπό μου, ένας σβώλος ανεπεξέργαστου υλικού που ξέμεινε. Μέσα σ’ αυτό κρύβεται η πραγματική μου μύτη, όπως ένα άγαλμα κρύβεται σε ένα σβώλο μάρμαρο, ώσπου να έρθει η καθορισμένη ώρα για την αποκάλυψη. Στη Δευτέρα Παρουσία – αλλά ας μην προτρέχουμε. Τέλος πάντων. Δεν μιλώ συχνά για τη μύτη μου, φίλε μου, αλλά καθόσουν πολύ συμπονετικά, μου φάνηκε, κι απόψε η καρδιά μου είναι βαριά. Καταραμένη μύτη! Μήπως όμως σας κουράζω, χώνοντας τη μύτη μου στους στοχασμούς σας;»

«Αν», είπε ο δεύτερος, με φωνή λίγο ασταθή, λες κι είχε συγκινηθεί, «αν ξαλαφρώνετε μιλώντας για τη μύτη σας, παρακαλώ, μιλήστε».

«Αυτή η μύτη, λέω λοιπόν, με κάνει να σκέφτομαι τις ψεύτικες μύτες του Καρναβαλιού. Ο πιο ανιαρός άνθρωπος δεν χρειάζεται παρά να κοτσάρει μια, και ιδού! Φαιδρότητα, πνεύμα κι ευθυμία. Φτάνει για να κάνει το καθετί διασκεδαστικό. Αμφιβάλλω αν ακόμα κι ένας αυστηρός επίσκοπος θα μπορούσε να φορέσει μία ατιμωρητί. Βάλτε μία σ’ έναν άγγελο. Πώς θα σου φαινόταν αν σου κολλάγανε εσένα μία; Σκεφτείτε να κορτάρετε, ή να μιλάτε σε μια δημόσια συγκέντρωση ή να πεθαίνετε ένδοξα με μια μύτη σαν τη δική μου! Η Αντζελίνα σας κοροϊδεύει κατάμουτρα, το κοινό γελάει, ο δήμιος στο μαρτύριό σας μετά βίας μπορεί να ανάψει την πυρά από τα γέλια. Μα τον Ύψιστο! Δεν είναι αστείο. Πολύ συχνά επαναστατώ, και λέω “Δεν θα ανεχτώ αυτή τη μύτη”».

«Μα τι μπορεί να κάνει κανείς;»

«Το ‘χει η μοίρα μου. Η πικρή τραγωδία είναι ότι είναι τόσο κωμική. Ένας Θεός ξέρει τι χαρά θα πάρω όταν θα τελειώσει το Καρναβάλι και θα μπορώ να βγάλω αυτό το πράμα και να τ’ αφήσω στην άκρη. Το χειρότερο είναι ο έρωτας. Το μυαλό μου δεν είναι ακαλλιέργητο, το σώμα μου είναι υγιές. Ξέρω τι εστί τρυφερότις. Μα ποια γυναίκα μπορεί να παραβλέψει μια μύτη σαν τη δικιά μου; Πώς μπορεί να τη βγάλει απ’ το οπτικό της πεδίο και να δει την αγάπη που της έχω στα μάτια μου, που την καρφώνουν πάνω απ’ την απεραντοσύνη της μύτης μου; Θα έπρεπε να ερωτοτροπώ με κουκούλα Ιεροεξεταστή με τρύπες κομμένες για τα μάτια – κι ακόμα κι έτσι, θα φαινόταν το σχήμα. Έχω διαβάσει, μου έχουν πει, μπορώ να φανταστώ πώς είναι το πρόσωπο μιας ερωτευμένης – το πρόσωπο μιας γλυκιάς γυναίκας που ακτινοβολεί αγάπη. Αλλά αυτό το σάρκινο σωφρονιστήριο παγώνει τις λατρευτές καρδιές τους».

Ξαφνικά έκοψε το μονόλογο και ξέσπασε σε δυνατές μανιασμένες βρισιές. Ένας νεαρός που καθόταν πολύ κοντά σε μια νεαρή σ’ ένα γειτονικό παγκάκι πετάχτηκε κι είπε «Σουτ!»

Αυτός στον οποίο μιλούσε ο άνθρωπος με τη μύτη τώρα μίλησε. «Ασφαλώς δεν έχω ξανασκεφτεί ποτέ ότι μια κόκκινη μύτη μπορεί να προκαλεί θλίψη, αλλά έτσι όπως το θέτετε…»

«Το ήξερα ότι θα καταλάβαινες. Έχω αυτή τη μύτη όλη μου τη ζωή. Το περίγραμμα είχε διαμορφωθεί, αν και το χρώμα έλειπε, στα σχολικά μου χρόνια. Με αποκαλούσαν “Μυτόγκα”, “Οβίδιο”, “Κικέρωνα”, “Ρινόκερο” και το “Εξάμβλωμα”. Ωρίμασε αργότερα, όπως η μοίρα περιπλέκεται καθώς εξελίσσεται η τραγωδία. Ο έρωτας, η υπόθεση της αγάπης, είναι για μένα σφραγισμένο βιβλίο. Αχ, η μοναξιά! Θα ευχαριστούσα το Θεό αν… Μα, όχι! Ακόμα και μια τυφλή θα μπορούσε να νιώσει το σχήμα της με την αφή».

«Εκτός από τον έρωτα», τον διέκοψε συλλογισμένα ο νεαρός, «υπάρχουν κι άλλα για τα οποία αξίζει να ζει κανείς – το καθήκον. Μια μη ελκυστική μύτη δεν θα έπαιζε ρόλο σε κάτι τέτοιο. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι πιο σημαντικό από τον έρωτα. Καταλαβαίνω την απώλειά σας, φυσικά».

«Αυτό αποδεικνύει αυτό που είχα ήδη καταλάβει από τη φωνή σας, και μου λέει ότι είστε νέος. Αγαπητέ νεαρέ μου φίλε, το καθήκον είναι πράγματι πολύ εκλεκτό πράγμα, μα πίστεψέ με, είναι πολύ άχρωμο ως κίνητρο. Δεν υπάρχει καμιά απόλαυση στο καθήκον. Θα το μάθεις αυτό όταν φτάσεις στην ηλικία μου. Κι εκτός αυτού, έχω ανεξάντλητο απόθεμα αγάπης και συμπόνιας, ανεξάντλητη πικρία στη μοναξιά της ψυχής μου. Το είχα συμπεράνει ότι θα αντιμετωπίζατε ηθικολογικά τη δυσφορία μου, αλλά έχω δει αρκετούς ανθρώπους και καταστάσεις πίσω από αυτή την παγίδα – μόνο μια βαθιά καλλιτεχνική ψυχή θα υιοθετούσε την συμπονετική πόζα που με τράβηξε σ’ εσάς. Η ζωή μου παραήταν γεμάτη παρατήρηση, και για τον συστηματικό ανθρωπολόγο, τίποτα δεν αποκαλύπτει καλύτερα το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από την στάση που παίρνει όταν πέφτει το σκοτάδι, όταν κανείς δεν φαίνεται να παρακολουθεί. Όπως κάθεσαι, το μαύρο περίγραμμά σου φαίνεται ξεκάθαρα με φόντο τον ουρανό. Α, τώρα σφίχτηκες. Αλλά δεν είσαι πουριτανός. Φίλε μου, το καλύτερο πράγμα στη ζωή είναι οι απολαύσεις της, κι η καλύτερη απόλαυση είναι το ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι. Κι αντί γι’ αυτό – αυτή η μύτη! Εντάξει, υπάρχουν πολλά δεύτερα πράγματα. Όταν πέφτει το σκοτάδι, μπορώ να ξεχάσω για λίγο αυτό το τέρας. Η άνοιξη είναι θεσπέσια, ο αέρας στους λόφους Ντάουνς είναι θεσπέσιος· είναι ωραίο να βλέπεις τ’ άστρα να διαγράφουν την τροχιά τους στον ουρανό, ενώ είσαι ξαπλωμένος ανάμεσα στα ρείκια. Ακόμα κι ο ουρανός του Λονδίνου είναι παρηγορητικός την νύχτα, αν και η άκρη του έχει πάρει φωτιά. Η σκιά της μύτης μου είναι πιο σκοτεινή τη μέρα. Μα απόψε νιώθω πίκρα, εξαιτίας του αύριο».

«Γιατί, τι είναι αύριο;» είπε ο νεαρός.

«Πρέπει να γνωρίσω κάποιους αύριο», είπε ο άντρας με τη μύτη. «Είναι ένα περίεργο ύφος, ένα μείγμα ευθυμίας και οίκτου με το οποίο είμαι υπερβολικά εξοικειωμένος. Η εξαδέλφη μου, που είναι χαρισματική οικοδέσποινα, υπόσχεται στους καλεσμένους της τη μύτη μου ως ατραξιόν».

«Ναι, αυτό πρέπει να σας κάνει να νιώθετε άσχημα», είπε ο νεαρός.

Κι ύστερα ξανάπεσε ανακουφιστική σιωπή, και σύντομα ο άνθρωπος με τη μύτη σηκώθηκε και μπήκε στη σκοτεινιά της πλαγιάς του λόφου. Ο νεαρός τον παρακολούθησε να χάνεται, ενώ αναρωτιόταν μάταια πώς θα μπορούσε να παρηγορήσει μια ψυχή που κουβαλάει τέτοιο φορτίο.

13/04/2007

my white bicycle

Τη δεκαετία του εξήντα, τότε που γίνονταν όλα τα ωραία πράγματα, στην Ολλανδία, εκεί που γίνονται όλα τα ωραία, το κίνημα αντικουλτούρας PROVO πρότεινε μια σειρά μέτρων, τα White Plans. Μεταξύ αυτών ήταν και το White Bicycle Plan, που προτάθηκε τον Αύγουστο του '64. Η πρόταση ήταν να κλείσει το κέντρο του Άμστερνταμ για τα αυτοκίνητα και όλες οι μετακινήσεις να γίνονται με 20.000 λευκά ποδήλατα δημόσιας χρήσης. Η βασική ιδέα ήταν ότι έπαιρνες το ποδήλατο, πήγαινες εκεί που ήθελες να πας κι έπειτα το άφηνες για να το πάρει κάποιος άλλος. Ένα χρόνο αργότερα, η πρόταση υιοθετήθηκε από το ΔΣ της πόλης με μικρές αλλαγές.

Το Μάιο του 1967, οι Tomorrow έβγαλαν ένα δισκάκι, το My white bicycle, με b-side την Claramount Lake, εμπνευσμένο από την πρόταση των Provos. :)

My white bicycle, my white bicycle

Riding all around the street
Four o'clock and they're all asleep
I'm not tired and it's so late
Moving fast everything looks great.

My white bicycle, my white bicycle

See that man, he's all alone
Looks so happy but he's far from home
Ring my bell, smile at him
Better kick over his garbage bin

My white bicycle, my white bicycle

The rain comes down but I don't care
The wind is blowing in my hair
Seagulls flying in the air

My white bicycle

Policeman shouts but I don't see him
They're one thing I don't believe in
Find some judge, but it's not leavin'

Lift both hands, his head in disgrace
Shines no light upon my face
Through the darkness, we still speed
My white bicycle and me

My white bicycle, my white bicycle

Τέλος πάντων, όλα αυτά τα λέω διότι αγόρασα ένα λευκό ποδήλατο κι έχω χεστεί από τη χαρά μου!!!