15/04/2007

Ο άνθρωπος με τη μύτη

Ο άνθρωπος με τη μYτη
H. G. Wells

«Η μύτη μου υπήρξε πάντα η κατάρα της ζωής μου».

Ο άλλος τινάχτηκε.

Δεν είχαν ξαναμιλήσει. Κάθονταν, ο ένας στη μία άκρη κι ο άλλος στην άλλη, σε εκείνο το παγκάκι στην πετρώδη κορυφή του Λόφου Πρίμροουζ με θέα προς το Πάρκο Ρίτζεντ. Ήταν νύχτα. Τα μονοπάτια στην πλαγιά από κάτω διάστικτα από κίτρινες λάμπες· η οδός Άλμπερτ μια γραμμή από αμυδρά φωσφορίζον ανοιχτό πράσινο – η χροιά του αεριόφωτος όπως διακρινόταν μέσα από τα δέντρα· πιο πέρα, το πάρκο απλωνόταν μαύρο και μυστηριώδες κι ακόμα πιο πέρα, η κίτρινη αχλή από κάτω και η χάλκινη απόχρωση στον ουρανό από πάνω σημάδευαν τη λάμψη του αυτοκινητοδρόμου Μεριλεμπόουν. Τα κοντινότερα σπίτια στην οδό Άλμπερτ ορθώνονταν τεράστια και μαύρα κι η μαυρίλα τους διακοπτόταν ακανόνιστα από φωταγωγημένα παράθυρα. Πάνω, αστροφεγγιά.

Ήταν κι οι δύο σιωπηλοί, χαμένοι προφανώς στις σκέψεις τους, απλώς αμυδρές μαύρες φιγούρες ο ένας για τον άλλο, ώσπου ο ένας είχε θεωρήσει σκόπιμο να γίνει και φωνή, με αυτή την εκμυστήρευση.

«Ναι», είπε, μετά από μια παύση, «η μύτη μου πάντα μου στεκόταν εμπόδιο, πάντα».

Ο δεύτερος φάνηκε μόλις να προσέχει το πρώτο σχόλιο, αλλά τώρα περιεργάστηκε μέσα στη νύχτα το συνομιλητή του. Είδε ότι ήταν ένας μικρόσωμος άντρας, με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος του.

«Δεν βλέπω τίποτα στραβό στη μύτη σας».

«Αν ήταν φωτεινή, ίσως βλέπατε», είπε ο πρώτος ομιλητής. «Ωστόσο, θα την φωτίσω». Ψαχούλεψε στην τσέπη του, ύστερα κράτησε κάτι στο χέρι του. Ένα γρατζούνισμα, μια δέσμη πρασινωπό φωσφορίζον φως, κι ύστερα όλος ο υπόλοιπος κόσμος γύρω έγινε μαύρος, καθώς φούντωσε ένα κέρινο σπίρτο.

Επικράτησε σιωπή για διάστημα ενός λεπτού. Εντυπωσιακή παύση.

«Λοιπόν;» είπε ο άντρας με τη μύτη, σβήνοντας τη φωτιά με το τακούνι του.

«Έχω δει χειρότερες», είπε ο δεύτερος.

«Αμφιβάλλω», είπε ο άνθρωπος με τη μύτη· «αλλά ακόμα κι έτσι, είναι μικρή παρηγοριά. Παρατηρήσατε το σχήμα; Το μέγεθος; Το χρώμα; Όπως το βουνό Σνόουντον, έχει μια απότομη και μια ομαλή πλαγιά. Το μέγεθος είναι τερατώδες· το πρόσωπό μου είναι σαν κοτέτσι που έχει είσοδο με προστέγασμα και ρωμαϊκές κολώνες. Κι οι αποχρώσεις!»

«Δεν είναι ολοκόκκινη», είπε ο δεύτερος, «όπως και να το δείτε».

«Όχι, έχει και μοβ, και μπλε, “λαζούρι, μπλε όπως μια φλέβα πάνω απ’ το στήθος μιας Μαντόνας”, και σ’ ένα σημείο μια γκριζωπή ελιά. Μπα! Τούτο το πράμα δεν είναι μύτη, αλλά μια σταλιά αρχέγονο χάος πεταμένο στο πρόσωπό μου. Αλλά, επειδή βρίσκεται στη θέση που πρέπει να είναι η μύτη, οι απερίσκεπτοι την αναγνωρίζουν ως τέτοια λόγω της θέσης της. Υπάρχει ένα κενό στην τάξη του σύμπαντος μπροστά στο πρόσωπό μου, ένας σβώλος ανεπεξέργαστου υλικού που ξέμεινε. Μέσα σ’ αυτό κρύβεται η πραγματική μου μύτη, όπως ένα άγαλμα κρύβεται σε ένα σβώλο μάρμαρο, ώσπου να έρθει η καθορισμένη ώρα για την αποκάλυψη. Στη Δευτέρα Παρουσία – αλλά ας μην προτρέχουμε. Τέλος πάντων. Δεν μιλώ συχνά για τη μύτη μου, φίλε μου, αλλά καθόσουν πολύ συμπονετικά, μου φάνηκε, κι απόψε η καρδιά μου είναι βαριά. Καταραμένη μύτη! Μήπως όμως σας κουράζω, χώνοντας τη μύτη μου στους στοχασμούς σας;»

«Αν», είπε ο δεύτερος, με φωνή λίγο ασταθή, λες κι είχε συγκινηθεί, «αν ξαλαφρώνετε μιλώντας για τη μύτη σας, παρακαλώ, μιλήστε».

«Αυτή η μύτη, λέω λοιπόν, με κάνει να σκέφτομαι τις ψεύτικες μύτες του Καρναβαλιού. Ο πιο ανιαρός άνθρωπος δεν χρειάζεται παρά να κοτσάρει μια, και ιδού! Φαιδρότητα, πνεύμα κι ευθυμία. Φτάνει για να κάνει το καθετί διασκεδαστικό. Αμφιβάλλω αν ακόμα κι ένας αυστηρός επίσκοπος θα μπορούσε να φορέσει μία ατιμωρητί. Βάλτε μία σ’ έναν άγγελο. Πώς θα σου φαινόταν αν σου κολλάγανε εσένα μία; Σκεφτείτε να κορτάρετε, ή να μιλάτε σε μια δημόσια συγκέντρωση ή να πεθαίνετε ένδοξα με μια μύτη σαν τη δική μου! Η Αντζελίνα σας κοροϊδεύει κατάμουτρα, το κοινό γελάει, ο δήμιος στο μαρτύριό σας μετά βίας μπορεί να ανάψει την πυρά από τα γέλια. Μα τον Ύψιστο! Δεν είναι αστείο. Πολύ συχνά επαναστατώ, και λέω “Δεν θα ανεχτώ αυτή τη μύτη”».

«Μα τι μπορεί να κάνει κανείς;»

«Το ‘χει η μοίρα μου. Η πικρή τραγωδία είναι ότι είναι τόσο κωμική. Ένας Θεός ξέρει τι χαρά θα πάρω όταν θα τελειώσει το Καρναβάλι και θα μπορώ να βγάλω αυτό το πράμα και να τ’ αφήσω στην άκρη. Το χειρότερο είναι ο έρωτας. Το μυαλό μου δεν είναι ακαλλιέργητο, το σώμα μου είναι υγιές. Ξέρω τι εστί τρυφερότις. Μα ποια γυναίκα μπορεί να παραβλέψει μια μύτη σαν τη δικιά μου; Πώς μπορεί να τη βγάλει απ’ το οπτικό της πεδίο και να δει την αγάπη που της έχω στα μάτια μου, που την καρφώνουν πάνω απ’ την απεραντοσύνη της μύτης μου; Θα έπρεπε να ερωτοτροπώ με κουκούλα Ιεροεξεταστή με τρύπες κομμένες για τα μάτια – κι ακόμα κι έτσι, θα φαινόταν το σχήμα. Έχω διαβάσει, μου έχουν πει, μπορώ να φανταστώ πώς είναι το πρόσωπο μιας ερωτευμένης – το πρόσωπο μιας γλυκιάς γυναίκας που ακτινοβολεί αγάπη. Αλλά αυτό το σάρκινο σωφρονιστήριο παγώνει τις λατρευτές καρδιές τους».

Ξαφνικά έκοψε το μονόλογο και ξέσπασε σε δυνατές μανιασμένες βρισιές. Ένας νεαρός που καθόταν πολύ κοντά σε μια νεαρή σ’ ένα γειτονικό παγκάκι πετάχτηκε κι είπε «Σουτ!»

Αυτός στον οποίο μιλούσε ο άνθρωπος με τη μύτη τώρα μίλησε. «Ασφαλώς δεν έχω ξανασκεφτεί ποτέ ότι μια κόκκινη μύτη μπορεί να προκαλεί θλίψη, αλλά έτσι όπως το θέτετε…»

«Το ήξερα ότι θα καταλάβαινες. Έχω αυτή τη μύτη όλη μου τη ζωή. Το περίγραμμα είχε διαμορφωθεί, αν και το χρώμα έλειπε, στα σχολικά μου χρόνια. Με αποκαλούσαν “Μυτόγκα”, “Οβίδιο”, “Κικέρωνα”, “Ρινόκερο” και το “Εξάμβλωμα”. Ωρίμασε αργότερα, όπως η μοίρα περιπλέκεται καθώς εξελίσσεται η τραγωδία. Ο έρωτας, η υπόθεση της αγάπης, είναι για μένα σφραγισμένο βιβλίο. Αχ, η μοναξιά! Θα ευχαριστούσα το Θεό αν… Μα, όχι! Ακόμα και μια τυφλή θα μπορούσε να νιώσει το σχήμα της με την αφή».

«Εκτός από τον έρωτα», τον διέκοψε συλλογισμένα ο νεαρός, «υπάρχουν κι άλλα για τα οποία αξίζει να ζει κανείς – το καθήκον. Μια μη ελκυστική μύτη δεν θα έπαιζε ρόλο σε κάτι τέτοιο. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι πιο σημαντικό από τον έρωτα. Καταλαβαίνω την απώλειά σας, φυσικά».

«Αυτό αποδεικνύει αυτό που είχα ήδη καταλάβει από τη φωνή σας, και μου λέει ότι είστε νέος. Αγαπητέ νεαρέ μου φίλε, το καθήκον είναι πράγματι πολύ εκλεκτό πράγμα, μα πίστεψέ με, είναι πολύ άχρωμο ως κίνητρο. Δεν υπάρχει καμιά απόλαυση στο καθήκον. Θα το μάθεις αυτό όταν φτάσεις στην ηλικία μου. Κι εκτός αυτού, έχω ανεξάντλητο απόθεμα αγάπης και συμπόνιας, ανεξάντλητη πικρία στη μοναξιά της ψυχής μου. Το είχα συμπεράνει ότι θα αντιμετωπίζατε ηθικολογικά τη δυσφορία μου, αλλά έχω δει αρκετούς ανθρώπους και καταστάσεις πίσω από αυτή την παγίδα – μόνο μια βαθιά καλλιτεχνική ψυχή θα υιοθετούσε την συμπονετική πόζα που με τράβηξε σ’ εσάς. Η ζωή μου παραήταν γεμάτη παρατήρηση, και για τον συστηματικό ανθρωπολόγο, τίποτα δεν αποκαλύπτει καλύτερα το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από την στάση που παίρνει όταν πέφτει το σκοτάδι, όταν κανείς δεν φαίνεται να παρακολουθεί. Όπως κάθεσαι, το μαύρο περίγραμμά σου φαίνεται ξεκάθαρα με φόντο τον ουρανό. Α, τώρα σφίχτηκες. Αλλά δεν είσαι πουριτανός. Φίλε μου, το καλύτερο πράγμα στη ζωή είναι οι απολαύσεις της, κι η καλύτερη απόλαυση είναι το ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι. Κι αντί γι’ αυτό – αυτή η μύτη! Εντάξει, υπάρχουν πολλά δεύτερα πράγματα. Όταν πέφτει το σκοτάδι, μπορώ να ξεχάσω για λίγο αυτό το τέρας. Η άνοιξη είναι θεσπέσια, ο αέρας στους λόφους Ντάουνς είναι θεσπέσιος· είναι ωραίο να βλέπεις τ’ άστρα να διαγράφουν την τροχιά τους στον ουρανό, ενώ είσαι ξαπλωμένος ανάμεσα στα ρείκια. Ακόμα κι ο ουρανός του Λονδίνου είναι παρηγορητικός την νύχτα, αν και η άκρη του έχει πάρει φωτιά. Η σκιά της μύτης μου είναι πιο σκοτεινή τη μέρα. Μα απόψε νιώθω πίκρα, εξαιτίας του αύριο».

«Γιατί, τι είναι αύριο;» είπε ο νεαρός.

«Πρέπει να γνωρίσω κάποιους αύριο», είπε ο άντρας με τη μύτη. «Είναι ένα περίεργο ύφος, ένα μείγμα ευθυμίας και οίκτου με το οποίο είμαι υπερβολικά εξοικειωμένος. Η εξαδέλφη μου, που είναι χαρισματική οικοδέσποινα, υπόσχεται στους καλεσμένους της τη μύτη μου ως ατραξιόν».

«Ναι, αυτό πρέπει να σας κάνει να νιώθετε άσχημα», είπε ο νεαρός.

Κι ύστερα ξανάπεσε ανακουφιστική σιωπή, και σύντομα ο άνθρωπος με τη μύτη σηκώθηκε και μπήκε στη σκοτεινιά της πλαγιάς του λόφου. Ο νεαρός τον παρακολούθησε να χάνεται, ενώ αναρωτιόταν μάταια πώς θα μπορούσε να παρηγορήσει μια ψυχή που κουβαλάει τέτοιο φορτίο.

1 comment:

Anonymous said...

ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να 'ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.

Γιώργης Χολιαστός