28/08/2007

Στάχτη και μπούρμπερη

Κατέβηκα χτες Πύργο. Δεν έχει μείνει τίποτα. Πουθενά. Μα τίποτα. Μα πουθενά.

Ξεκινήσαμε από Τρίπολη να πάμε Πύργο μέσω Κυπαρισσίας, γιατί ο 111 έχει πολλές στροφές κι εγώ παθαίνω ναυτία.

Στον Ε65, από το Βαλτέτσι ως τη στροφή για τον Ε55, τα πάντα είναι μαύρα. Στάχτη και κορμοί όρθιοι. Μόνο κάτι άκυρα μπαλώματα έχουν μείνει μισοκαμένα, προφανώς επειδή η φωτιά πέρασε πάρα πολύ γρήγορα από 'κεί ή επειδή γύρισε ο αέρας. Μικρό διάλειμμα η διαδρομή ως το Καλό Νερό -- παραπλανητικό όμως, γιατί παραμέσα ο Μελιγαλάς καιγόταν.

Από την Αγαλιανή ως τον Πύργο δεν έχει μείνει κολυμπηθρόξυλο. Δεν ξέρω πώς να σας το δώσω να το καταλάβετε, αλλά από την πάνω μεριά του δρόμου, τη μεριά του βουνού δηλαδή, όχι τη μεριά της θάλασσας, έχουν καεί τα πάντα. Θολό, Λέπρεο, Νέα Φιγαλεία, Κακόβατος, Καλίδονα, Ζαχάρω, έχουν μείνει μόνο τα σπίτια των χωριών. Ό,τι σπίτι ήταν λίγο παραέξω, αυτοκίνητο, κοπάδι, χωράφι, μποστάνι, δάσος, πουλί πετούμενο, τα πάντα εξαϋλώθηκαν. Ακόμα κι οι αυλές καμένες είναι.

Στον Καϊάφα βλέπει κανείς μόνο τη λίμνη και γύρω-γύρω μαυρίλα. Δεν έμεινε φυλλαράκι. Οι κορμοί των πεύκων είχαν πέσει κάτω και καιγόσαντε, βλέπαμε φλογίτσες, τα πάντα κάπνιζαν.

Η Κρέστενα καιγόταν γιατί βλέπαμε καπνούς, αλλά το χωριό δε φαίνεται από το δρόμο, δεν ξέρω τι γινόταν παραμέσα.

Πήγα στο χωριό μου. Από τον Αγιώργη ως τη Σαλμώνη (παραπέρα δεν πήγα) δεν έχει μείνει Χριστός. Μόνο τα σπίτια. Όπου και να γυρίσεις βλέπεις μαύρους κορμούς όρθιους και τίποτα άλλο.

Καλά, αφήστε το σπίτι. Γύρω-γύρω όλα καμένα, τα πάντα όμως, και στη μέση τέσσερις τοίχοι όρθιοι και οι τρύπες απ' τα παράθυρα να χάσκουν. Σοβαρά, νόμιζα ότι μου τα λέγανε υπερβολικά για να μη σοκαριστώ, αλλά όντως, δεν έχει μείνει απολύτως τίποτα. Όλο το νοικοκυριό είναι πέντε πόντοι στάχτη κι από πάνω μια στρώση κεραμίδι από τη στέγη που κατέρρεσε -- κοιτάς απάνω και βλέπεις ουρανό. Μόνο κάτι εντελώς απίθανα πράγματα ξεχωρίζουνε: λειωμένοι οι σκελετοί των ποδηλάτων, το μηχάνημα που είχε ο πατέρας μου για να οργώνει, το ένα κρεβάτι, μια σιδερώστρα ακουμπισμένη στον τοίχο και ένας από τους σιδηρόδρομους της βιβλιοθήκης. Όλα τα υπόλοιπα εξαφανίστηκαν. Μόνο κάτι κολώνες στάχτη μείνανε εκεί που ήταν κάτι στοίβες βιβλία· τις κάναμε έτσι με το δάχτυλο και διαλυθήκανε. Η καμινάδα έμεινε όρθια και δίπλα το πιάτο της δορυφορικής -- ό,τι να 'ναι, λέμε!

Στον κήπο, όλα τα μικρά φυτά εξαφανίστηκαν, μαζί και κάποια από τα δέντρα. Δεν ξέρω τι θερμοκρασία πρέπει να ανέβασε για να γίνει αυτό, αλλά μερικά απ' τα πιο γέρικα δέντρα εξαφανίστηκαν εντελώς και το μόνο που έμεινε είναι μια τρύπα στο χώμα. Πας να πατήσεις και βουλιάζει το πόδι σου στη στάχτη. Μόνο το ρολόι της ΔΕΗ στέκεται ακόμα όρθιο, είμαι σίγουρη ότι ο λογαριασμός θα συνεχίσει να έρχεται κανονικά. Τα σύρματα της ΔΕΗ όλα κομμένα και λειωμένα κάτω στο δρόμο.

Πήγα και λίγο παραπέρα, στο σπίτι της γειτόνισσας, η οποία τη γλίτωσε με κάτι εγκαύματα στα πόδια: είναι στην ίδια κατάσταση, το σπίτι διαγωνίως απέναντι κάηκε κι αυτό, τα άλλα λίγο μαυρίσανε μόνο.

Σε κάποια φάση βλέπω ένα παγώνι βουτηγμένο στη στάχτη, ακίνητο, και σκέφτομαι "Καλά, αυτό έτσι όρθιο κάηκε; Ψεύτικο θα ήτανε" και μετά το βλέπω να κουνιέται και παθαίνω σοκ: η φωτιά τού έκαψε όλα τα φτερά και το παγώνι έμεινε μπαρουτοκαπνισμένο.

Όλοι μου οι φίλοι τη γλιτώσανε, αλλά καταστραφήκανε εντελώς: χωράφια, κοπάδια, μποστάνια, λιοστάσα, πορτοκαλεώνες, αμπέλια, κήποι, βιοτεχνίες που ήταν έξω από τα χωριά, ΤΑ ΠΑΝΤΑ λέμε, γινήκανε καπνός. Τους μείνανε τα σπίτια, αλλά τι να τα κάνουνε; Ζώο δεν έχει μείνει ζωντανό, κάτι κουφάρια με τα πόδια ψηλά. Ένα σκυλί που συναντήσαμε πήγε τρομαγμένο και κρύφτηκε πίσω από κάτι καμένα σχίνα, γύρευε τι θα είδανε τα μάτια του. Κάτι πρόβατα είχανε κάτσει χάμω και δεν κουνιόσαντε καθόλου -- και πού να πάνε δηλαδή, δεν έχει μείνει φυλλαράκι ούτε για δείγμα. Απορώ δηλαδή πώς κρατήσανε οι χωριανοί τα λοϊκά τους και δε σαλέψανε. Συναντήσαμε έναν στο δρόμο, πού πάτε, μας λέει, πάω την κόρη μου να δει το σπίτι τελευταία φορά, λέει η μάνα μου, κι ο άνθρωπος έτρεμε, περνάγανε λέει χτες και τους βλέπανε μες στα καμένα, σταματάγανε τ' αυτοκίνητα και βάζανε τα κλάματα οι περαστικοί. Και μετά βάζανε τα γέλια: "κι αυτό κάηκε;" κακακά τα γέλια, "κι αυτούνο κάηκε;", κάκακα τα γέλια, τι να κάνουνε, γελάνε για να μην τους στρίψει.

Μου είπανε ότι το Πελόπιο κι ο Πλάτανος έχουνε αφανιστεί από το χάρτη, αλλά δεν πήγα παραπέρα και δεν ξέρω αν ισχύει.

Έγινε και σεισμός πριν από λίγο, αλλά το μεγάλο γέλιο θα γίνει το χειμώνα, που θα σηκωθούνε τα νερά του Αλφειού και θα μας πνίξουν όλους. Λίμνη θα γίνουμε.

Πάει, πέθανε η Ηλεία, μου είπε ένας φίλος. Θα φύγουνε όλοι.

Σκατά στα μούτρα μας, λέω εγώ, που τόσα χρόνια τους κανόνες πυρασφάλειας τους έχουμε χεσμένους, ντόπιοι και τουρίστες, που πάνε οι γιαγιές κι ανάβουνε φωτιά να κάψουν τα ξερόχορτα ντάλα καλοκαίρι μ' εννιά μποφώρ, που μου 'ρχεται ο τουρίστας να ψήσει στο κάμπινγκ μες στα πεύκα και κάτω πέντε πόντοι πευκοβελόνα, που κάθε χιλιόμετρο έχει και παράνομη χωματερή. Για κάτσε, δηλαδή, πού πας με τρία πυροσβεστικά ξεβράκωτος στις φλόγες;

Κι αυτά που άκουσα στην τιβί για την πυρασφάλεια του Κρόνιου είναι κουραφέξαλα: το σύστημα δε λειτούργησε ποτέ και καθόλου. Θες δεν δούλευε απ' τη μάνα του, θες δεν είχανε γεμίσει τη δεξαμενή νερό, πάντως ούτε σταγόνα δεν έβγαλε. Οι υδροφόρες καθόσαντε και φυλάγανε τα βενζινάδικα (τις είδα με τα μάτια μου), που τέσσερις μέρες μετά έπρεπε να τα 'χουν ήδη αδειάσει. Συντονισμός μηδέν, οργάνωση μηδέν, οι πυροσβέστες τρέχανε σαν τους τρελούς πάνω-κάτω, αφήστε που ένας δημοτικός σύμβουλος είναι στο νοσοκομείο σε κώμα γιατί του ήρθε κατακέφαλα το νερό από το αεροπλάνο. Δηλαδή, αν δεν ήταν τόσο τραγικό, θα 'τανε πολύ γελοίο.

21/08/2007

γροικώ τη μυρωδιά του χιονιού

Μιλάει κάποιος, γεννημένος το σαράντα τρία στην Αθήνα.

Απ’ τη ζωή μου; Ε, ναι, ότι ήμασταν πολύ φτωχοί, και ήμασταν τέσσερα παιδιά, ο πατέρας μου χάθηκε πενήντα δύο χρονών, κι ήταν δύσκολα πολύ τα πράματα τότε·, μέναμε σ’ ένα σπίτι με νοίκι, με πλίθρες, το οποίο είχε πέσει μάλιστα μια γωνία και ήμασταν κουκουλωμένα το χειμώνα και βλέπαμε τον ουρανό.

E, σιγά-σιγά ήρθαμε εδώ ας πούμε, είχαμε αγοράσει ένα οικόπεδο και σιγά-σιγά-σιγά-σιγά, ένα δωμάτιο, ένα δωμάτιο, ξέρεις – ε, υπήρχε φτώχεια μεγάλη

Χωματόδρομοι, λάσπη τα πάντα, γέλαγες με τον κόσμο γιατί μπαλωμένα τα βρακιά – φωτογραφίες, έχω φωτογραφίες που – ας πούμε αυτά εδώ, ελβιέλα που φοράγαμε, τα πλαστικά κι εδώ να ‘ναι έτσι, ξέρεις, πλαπ, πλουπ, πλαπ – α, τέτοια πράγματα.
Ναι, τη δεκαετία του πενήντα μιλάμε, ναι – απ’ το εξήντα και μετά καλυτέρευσε ας πούμε, τα πράματα καλυτερέψανε.

Ε, ‘ντάξει, πολύ φτωχά, δεν είχαμε παιχνίδια και τέτοια – τα κλασικά παιχνίδια που παίζαμε, το μπίνγκο, που δεν έχεις έξω ν’ αγοράσεις τίποτα, το κρυφτό, τέτοια πράματα, μπάλα ναι – δεν καταλάβαμε παιχνίδι, μπορεί να ‘χαμε χρόνο, ξέρεις δεν είχαμε τα διαβάσματα που ‘χουν τα σημερινά παιδιά, να ‘χαμε χρόνο, αλλά με τι να παίξεις; Μήπως υπήρχαν γυμναστήρια ή να πας κάπου; Παιδί, από δέκα χρονώ

Όλα αυτά ήτανε όπως... όπως φαίνονται έτσι λόφοι, ανηφόρες κατηφόρες πρασινάδα έβλεπες – ναι – έβλεπες ας πούμε μονοκατοικίες, παλιά σπίτια και...

Ναι, το πενήντα δύο – γουρουνάδικα τα λέγαμε απάνω ‘κει, κάτι γουρούνια είχε ένας, ψηλά, στα γουρουνάδικα.

Πιο όμορφο νομίζω, δεν είχε... μες την οικοδόμηση, πιο απλά, κυκλοφορούσες πιο καλά – εγώ πού δούλευα – εντάξει, ένα, ένα μέρος του κόσμου – να σκεφτείς ότι εγώ έπιανα δουλειά οχτώ η ώρα στου Φιξ λίγο πιο πάνω – κοντά με τον πατέρα της Κλειώς, στου Φιξ λίγο πιο πάνω, έφευγα οχτώ παρά είκοσι από ‘δώ, πρόσεξε: οχτώ παρά είκοσι, οχτώ παρά δέκα ήμουνα στον Άγνωστο Στρατιώτη απέναντι, έπαιρνα το Κυνοσάργους, ωπ, οχτώ η ώρα στη δουλειά μου, οχτώ παρά είκοσι, μπαμ – λοιπόν, για πήγαινε σήμερα να δεις ας πούμε πόσο πιο όμορφη ήταν η ζωή, δηλαδή θέλω να πω δεν είχες τέτοια προβλήματα σοβαρά, δηλαδή να πας στη δουλειά και να ‘ρθεις με τις ώρες – σίγουρα, δεν είχε, γιατί έγινε κι η έκρηξη της μετανάστευσης, της εσωτερικής εννοώ, η επαρχία ήρθε όλη μέσα ας πούμε, κι αυτό...

Ναι, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ελάχιστα έβλεπες, πολύ ελάχιστα, αφού θυμάμαι, και πολλές φορές και το λέω και στα παιδιά, αυτός που μάθαινε οδήγηση, όταν σε βάζει να παρκάρεις έχουνε και στρίποδα, γιατί ήταν όλος ο δρόμος άδειος, τα ‘βαζε σε δύο σημεία και σου ‘λεγε θα παρκάρεις μέσα ‘δώ – σκέψου, κατάλαβες;

Όχι. Υπήρχε συγκοινωνία. Υπήρχε τρένο. Απ’ τον Πειραιά, αυτό που υπάρχει τώρα, το υπόγειο, ο υπόγειος, ο ηλεκτρικός, ο υπόγειος ο ηλεκτρικός υπήρχε, πηγαίναμε στον Πειραιά - υπήρχε το πράσινο το οποίο είχε, το πράσινο, τα λεωφορεία ήταν πράσινα, τα οποία τα ‘παιρνες από το Σύνταγμα, και σε πήγαινε Πειραιά, είχε εισπράχτορα μέσα, καθότανε – μάλιστα εδώ στα Άνω Ιλίσια είχαμε μια εποχή έναν εισπράχτορα αξέχαστος – ας πούμε, έλεγε «στάση σχολείου» ας πούμε - ναι, απ’ το μικρόφωνο - κι όποιος λέει δεν ξέρει γράμματα να κατέβει εδώ, ας πούμε, μας έλεγε, μάλιστα, ή πηγαίναμε στην άλλη στάση, στάση Λεμονιά, λέγεται Λεμονιά γιατί είχε αγαπήσει η Λεμονιά τον ξέρω ‘γώ, δεν τους ήθελαν οι γονείς ας πούμε και φτάσανε τα παιδιά να – ναι, ναι, ναι.
Ένας άλλος πάλι θυμάμαι, έλεγε ότι, με το που του ‘δινες τα χρήματα για το εισιτήριο, φχαριστώ πολύ, σ’ ευχαριστώ πολύ, και γελάει κι ο κόσμος, κακακακακα, εν τω μεταξύ θυμάμαι έναν καθηγητή που κράταγε μια τσάντα, με γυαλιά, ήταν μεγάλος, ορίστε κύριε, σηκώθηκε απ’ το κάθισμα, ζούγκλα, ευγενέστατος ο άνθρωπος, όλοι γελάγανε.

Ηλεκτρικά; Την έχεις δει τη γκαζιέρα, την ξέρεις τη γκαζιέρα, την έχεις δει; Ε, μ’ αυτά, μ’ αυτά ζεσταίναμε να κάνουμε μπάνιο, ξέρεις, στη σκάφη.

Όχι, δεν ήτανε δύσκολο να σπουδάσουνε γιατί ας πούμε δεν είχαμε μεγάλο πρόβλημα οικονομικό μπορούσαν να σπουδάσουνε τα παιδιά και σπουδάσανε ναι.

Όχι, ναι, όχι δεν, δεν είχανε περάσει εδώ, όχι όχι, ήτανε καλή μαθήτρια, αλλά δεν πέρασε εδώ και έτσι πήγε έξω – και οι δύο πήγαν έξω – σπούδασε η μικρή εδώ και πήγε και στην Αγγλία να αποτελειώσει ας πούμε τις σπουδές της.

Ναι, ναι, ναι για – δηλαδή επαγγελματικά να μπορέσεις να σταθείς; Ναι, κοίταξε μετά ας πούμε τον πόλεμο και το πενήντα, μετά από μια καταστροφή θ’ αρχίσει κάποια ανάπτυξη. Ήταν ο Εμφύλιος που ‘κανε μεγάλη ζημιά ας πούμε στη χώρα – ναι, μετά σου λέγανε, έλα για δουλειά και σε ζητάγανε, όπου πήγαινες και ζήταγες δουλειά έλα σου ‘λεγε, κατάλαβες, δε... άρχισε η ανάπτυξη δηλαδή όχι καμία τίποτα τρομερά πράματα, αλλά άρχισαν οι εργασίες πια μετά την καταστροφή, παντού έτσι συνέβαινε, δεν είν’ όπως τώρα κατάλαβες που ‘χουνε κορεστεί όλα πια παράδειγμα όλοι – κοιτάξτε, δεν είχα τίποτα, δε σου ‘μενε περιθώριο για να ‘χεις όνειρα, απλώς έβρισκες ας πούμε τη χαρά σ’ ένα καλό πιάτο φαΐ, κατάλαβες; Εγώ θυμάμαι είχα πυρετό χρόνια, παιδάκι, μ’ έπιαναν οι αμυγδαλές μου κάθε χρόνο και παραμίλαγα και τους έλεγα, πατάτες με κρέας, πατάτες με κρέας, δεν είχα φάει ποτέ κατάλαβες, θέλω να σου πω ότι όταν υπάρχει φτώχεια, τι όνειρα να κάνεις; Πολλές φορές ντρεπόσουνα, κοκκίνιζες εύκολα γιατί μειονεκτούσες σε… από πολλά παιδιά κατάλαβες, ήτανε πιο… σε πιο καλή κατάσταση, ας πούμε, άλλο πολύ φτωχός, άλλο φτωχός, άλλο μέτριος ας πούμε, κατάλαβες; Ήταν δύσκολα χρόνια, δύσκολα, πολύ δύσκολα, αλλά να – και η τύχη βοήθησε και ας πούμε σωστά δουλέψαμε και κάτι ας πούμε κάναμε – αυτά – αυτό ήταν όλο.