21/08/2007

γροικώ τη μυρωδιά του χιονιού

Μιλάει κάποιος, γεννημένος το σαράντα τρία στην Αθήνα.

Απ’ τη ζωή μου; Ε, ναι, ότι ήμασταν πολύ φτωχοί, και ήμασταν τέσσερα παιδιά, ο πατέρας μου χάθηκε πενήντα δύο χρονών, κι ήταν δύσκολα πολύ τα πράματα τότε·, μέναμε σ’ ένα σπίτι με νοίκι, με πλίθρες, το οποίο είχε πέσει μάλιστα μια γωνία και ήμασταν κουκουλωμένα το χειμώνα και βλέπαμε τον ουρανό.

E, σιγά-σιγά ήρθαμε εδώ ας πούμε, είχαμε αγοράσει ένα οικόπεδο και σιγά-σιγά-σιγά-σιγά, ένα δωμάτιο, ένα δωμάτιο, ξέρεις – ε, υπήρχε φτώχεια μεγάλη

Χωματόδρομοι, λάσπη τα πάντα, γέλαγες με τον κόσμο γιατί μπαλωμένα τα βρακιά – φωτογραφίες, έχω φωτογραφίες που – ας πούμε αυτά εδώ, ελβιέλα που φοράγαμε, τα πλαστικά κι εδώ να ‘ναι έτσι, ξέρεις, πλαπ, πλουπ, πλαπ – α, τέτοια πράγματα.
Ναι, τη δεκαετία του πενήντα μιλάμε, ναι – απ’ το εξήντα και μετά καλυτέρευσε ας πούμε, τα πράματα καλυτερέψανε.

Ε, ‘ντάξει, πολύ φτωχά, δεν είχαμε παιχνίδια και τέτοια – τα κλασικά παιχνίδια που παίζαμε, το μπίνγκο, που δεν έχεις έξω ν’ αγοράσεις τίποτα, το κρυφτό, τέτοια πράματα, μπάλα ναι – δεν καταλάβαμε παιχνίδι, μπορεί να ‘χαμε χρόνο, ξέρεις δεν είχαμε τα διαβάσματα που ‘χουν τα σημερινά παιδιά, να ‘χαμε χρόνο, αλλά με τι να παίξεις; Μήπως υπήρχαν γυμναστήρια ή να πας κάπου; Παιδί, από δέκα χρονώ

Όλα αυτά ήτανε όπως... όπως φαίνονται έτσι λόφοι, ανηφόρες κατηφόρες πρασινάδα έβλεπες – ναι – έβλεπες ας πούμε μονοκατοικίες, παλιά σπίτια και...

Ναι, το πενήντα δύο – γουρουνάδικα τα λέγαμε απάνω ‘κει, κάτι γουρούνια είχε ένας, ψηλά, στα γουρουνάδικα.

Πιο όμορφο νομίζω, δεν είχε... μες την οικοδόμηση, πιο απλά, κυκλοφορούσες πιο καλά – εγώ πού δούλευα – εντάξει, ένα, ένα μέρος του κόσμου – να σκεφτείς ότι εγώ έπιανα δουλειά οχτώ η ώρα στου Φιξ λίγο πιο πάνω – κοντά με τον πατέρα της Κλειώς, στου Φιξ λίγο πιο πάνω, έφευγα οχτώ παρά είκοσι από ‘δώ, πρόσεξε: οχτώ παρά είκοσι, οχτώ παρά δέκα ήμουνα στον Άγνωστο Στρατιώτη απέναντι, έπαιρνα το Κυνοσάργους, ωπ, οχτώ η ώρα στη δουλειά μου, οχτώ παρά είκοσι, μπαμ – λοιπόν, για πήγαινε σήμερα να δεις ας πούμε πόσο πιο όμορφη ήταν η ζωή, δηλαδή θέλω να πω δεν είχες τέτοια προβλήματα σοβαρά, δηλαδή να πας στη δουλειά και να ‘ρθεις με τις ώρες – σίγουρα, δεν είχε, γιατί έγινε κι η έκρηξη της μετανάστευσης, της εσωτερικής εννοώ, η επαρχία ήρθε όλη μέσα ας πούμε, κι αυτό...

Ναι, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ελάχιστα έβλεπες, πολύ ελάχιστα, αφού θυμάμαι, και πολλές φορές και το λέω και στα παιδιά, αυτός που μάθαινε οδήγηση, όταν σε βάζει να παρκάρεις έχουνε και στρίποδα, γιατί ήταν όλος ο δρόμος άδειος, τα ‘βαζε σε δύο σημεία και σου ‘λεγε θα παρκάρεις μέσα ‘δώ – σκέψου, κατάλαβες;

Όχι. Υπήρχε συγκοινωνία. Υπήρχε τρένο. Απ’ τον Πειραιά, αυτό που υπάρχει τώρα, το υπόγειο, ο υπόγειος, ο ηλεκτρικός, ο υπόγειος ο ηλεκτρικός υπήρχε, πηγαίναμε στον Πειραιά - υπήρχε το πράσινο το οποίο είχε, το πράσινο, τα λεωφορεία ήταν πράσινα, τα οποία τα ‘παιρνες από το Σύνταγμα, και σε πήγαινε Πειραιά, είχε εισπράχτορα μέσα, καθότανε – μάλιστα εδώ στα Άνω Ιλίσια είχαμε μια εποχή έναν εισπράχτορα αξέχαστος – ας πούμε, έλεγε «στάση σχολείου» ας πούμε - ναι, απ’ το μικρόφωνο - κι όποιος λέει δεν ξέρει γράμματα να κατέβει εδώ, ας πούμε, μας έλεγε, μάλιστα, ή πηγαίναμε στην άλλη στάση, στάση Λεμονιά, λέγεται Λεμονιά γιατί είχε αγαπήσει η Λεμονιά τον ξέρω ‘γώ, δεν τους ήθελαν οι γονείς ας πούμε και φτάσανε τα παιδιά να – ναι, ναι, ναι.
Ένας άλλος πάλι θυμάμαι, έλεγε ότι, με το που του ‘δινες τα χρήματα για το εισιτήριο, φχαριστώ πολύ, σ’ ευχαριστώ πολύ, και γελάει κι ο κόσμος, κακακακακα, εν τω μεταξύ θυμάμαι έναν καθηγητή που κράταγε μια τσάντα, με γυαλιά, ήταν μεγάλος, ορίστε κύριε, σηκώθηκε απ’ το κάθισμα, ζούγκλα, ευγενέστατος ο άνθρωπος, όλοι γελάγανε.

Ηλεκτρικά; Την έχεις δει τη γκαζιέρα, την ξέρεις τη γκαζιέρα, την έχεις δει; Ε, μ’ αυτά, μ’ αυτά ζεσταίναμε να κάνουμε μπάνιο, ξέρεις, στη σκάφη.

Όχι, δεν ήτανε δύσκολο να σπουδάσουνε γιατί ας πούμε δεν είχαμε μεγάλο πρόβλημα οικονομικό μπορούσαν να σπουδάσουνε τα παιδιά και σπουδάσανε ναι.

Όχι, ναι, όχι δεν, δεν είχανε περάσει εδώ, όχι όχι, ήτανε καλή μαθήτρια, αλλά δεν πέρασε εδώ και έτσι πήγε έξω – και οι δύο πήγαν έξω – σπούδασε η μικρή εδώ και πήγε και στην Αγγλία να αποτελειώσει ας πούμε τις σπουδές της.

Ναι, ναι, ναι για – δηλαδή επαγγελματικά να μπορέσεις να σταθείς; Ναι, κοίταξε μετά ας πούμε τον πόλεμο και το πενήντα, μετά από μια καταστροφή θ’ αρχίσει κάποια ανάπτυξη. Ήταν ο Εμφύλιος που ‘κανε μεγάλη ζημιά ας πούμε στη χώρα – ναι, μετά σου λέγανε, έλα για δουλειά και σε ζητάγανε, όπου πήγαινες και ζήταγες δουλειά έλα σου ‘λεγε, κατάλαβες, δε... άρχισε η ανάπτυξη δηλαδή όχι καμία τίποτα τρομερά πράματα, αλλά άρχισαν οι εργασίες πια μετά την καταστροφή, παντού έτσι συνέβαινε, δεν είν’ όπως τώρα κατάλαβες που ‘χουνε κορεστεί όλα πια παράδειγμα όλοι – κοιτάξτε, δεν είχα τίποτα, δε σου ‘μενε περιθώριο για να ‘χεις όνειρα, απλώς έβρισκες ας πούμε τη χαρά σ’ ένα καλό πιάτο φαΐ, κατάλαβες; Εγώ θυμάμαι είχα πυρετό χρόνια, παιδάκι, μ’ έπιαναν οι αμυγδαλές μου κάθε χρόνο και παραμίλαγα και τους έλεγα, πατάτες με κρέας, πατάτες με κρέας, δεν είχα φάει ποτέ κατάλαβες, θέλω να σου πω ότι όταν υπάρχει φτώχεια, τι όνειρα να κάνεις; Πολλές φορές ντρεπόσουνα, κοκκίνιζες εύκολα γιατί μειονεκτούσες σε… από πολλά παιδιά κατάλαβες, ήτανε πιο… σε πιο καλή κατάσταση, ας πούμε, άλλο πολύ φτωχός, άλλο φτωχός, άλλο μέτριος ας πούμε, κατάλαβες; Ήταν δύσκολα χρόνια, δύσκολα, πολύ δύσκολα, αλλά να – και η τύχη βοήθησε και ας πούμε σωστά δουλέψαμε και κάτι ας πούμε κάναμε – αυτά – αυτό ήταν όλο.

No comments: